Έντονη συζήτηση έχει διεξαχθεί κατά καιρούς γύρω από το ρόλο της βιταμίνησ C στον καρκίνο. Κάποιοι επιστήμονες φαίνεαι να πιστεύουν ότι σε μεγάλες ποσότητες η βιταμίνη C καταπολεμά τον καρκίνο. Κάποιοι άλλοι όμως πιστεύουν ότι δεν έχει καμία χρησιμότητα ή ότι ακόμα μπορεί να χειροτερεύει την κατάσταση. Η διαμάχη ήταν θυελλώδης πριν μερικές δεκαετίες με πρωταγωνιστή το μεγάλο αμερικανό χημικό Linus Pauling (Λάινους Πώλινγκ) που είχε περιγράψει τους δεσμούς των ατόμων με βάση την κβαντική φυσική είχε κερδίσει γι’ αυτό το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1954.
Ο Pauling, εκτός από μεγάλος επιστήμονας ήταν και ειρηνιστής. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ο Πώλινγκ διηύθυνε διάφορα κρατικά προγράμματα στις ΗΠΑ αλλά αρνήθηκε να ηγηθεί του χημικού σχεδίου κατασκευής της ατομικής βόμβας. Μετά την εκτόξευση της βόμβας στη Χιροσίμα, άρχισε να μιλάει για τον κίνδυνο των πυρηνικών όπλων συμμετέχοντας σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Απέκτησε πολλούς εχθρούς συμπεριλαμβανομένου του γερουσιαστή Μακάρθυ και την περίοδο του ψυχρού πολέμου κλήθηκε στο Κογκρέσο να καταθέσει ότι δεν ήταν συγκαλυμμένος κομμουνιστής. Το αμερικανικό κράτος δεν του έδινε πάντα διαβατήριο να παρακολουθήσει τα επιστημονικά συνέδρια στο εξωτερικό ακόμα κι όταν ήταν προσκεκλημένος ομιλητής και ο Πώλινγκ θεωρούσε ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν βρήκε πρώτος την ελικοειδή δομή του DNA. Το 1962, του απονεμήθηκε το δεύτερο βραβείο Νόμπελ, αυτή τη φορά για την ειρήνη.
Η βιταμίνη C στα ζώα
Ο Πώλινγκ αφιέρωσε τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στην ιδέα ότι η βιταμίνη C, καταναλισκόμενη σε μεγάλες ποσότητες, προστατεύει από το κρυολόγημα, τον καρκίνο και τις καρδιακές προσβολές. Θεωρούσε ότι η βιταμίνη C διέφερε από τις άλλες διότι σχεδόν όλα τα θηλαστικά μπορούν και τη συνθέσουν εκτός από τον άνθρωπο, το χιμπατζή, το γορίλα και μερικά άλλα είδη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνθέσει τη βιταμίνη C γιατί από τα τέσσερα ένζυμα που διεκπεραιώνουν αυτή τη διαδικασία διαθέτει τα τρία. Το τέταρτο μάλλον χάθηκε από κάποια μετάλλαξη στο DNA πριν εκατομμύρια χρόνια όταν η τροφή περιείχε μεγάλες ποσότητες βιταμίνης C και ο μηχανισμός της σύνθεσής της να ήταν περιττός.
Ο Pauling κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος χρειάζεται πολύ περισσότερη βιταμίνη C από αυτή που τα 100 mg που συνιστώνται σήμερα. Ο χιμπατζής που ζυγίζει 55 κιλά, λαμβάνει από τη τροφή του 800-1.600 mg βιταμίνη C την ημέρα ενώ ο γορίλας που ζυγίζει 200 κιλά παίρνει 3.000-6.000 mg. Τα τρωκτικά του εργαστηρίου που έχουν βάρος 325 γραμμάρια συνθέτουν 20-70 mg. Η μέση παραγωγή βιταμίνης C στα ζώα όταν αναχθούν στο βάρος των 70 κιλών που κατά μέσο όρο ζυγίζει ο άνθρωπος είναι 5.000 mg κι όταν αρρωσταίνουν πολύ μεγαλύτερη. Αυτού του είδους η ανάλυση οδήγησε τον Πώλινγκ να πει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται 2.300 mg την ημέρα κι αν είναι άρρωστοι πολύ περισσότερο. Επειδή τέτοιες ποσότητες δεν είναι δυνατόν να ληφθούν από τη σημερινή διατροφή, πρότεινε τη λήψη συμπληρωμάτων.
Η διαμάχη
Η διαμάχη γύρω από το ρόλο της βιταμίνης C στον καρκίνο άρχισε το 1974, όταν ο διακεκριμένος σκοτσέζος χειρουργός Έγαν Κάμερον (Ewan Cameron) και ο συνεργάτης του Άλαν Κάμπελ (Alan Campell) δημοσίευσαν τα αποτελέσματα μιας μελέτης σε 50 καρκινοπαθείς που βρίσκονταν σε τελικό στάδιο της ζωής τους. Τους χορήγησαν υψηλές δόσεις βιταμίνης C δια στόματος και ενδοφλεβίως παρατηρώντας ότι σε 12 περιπτώσεις ο όγκος είτε σταμάτησε να αναπτύσσεται, είτε ελαττώθηκε, είτε εξαφανίστηκε. Ο Πώλινγκ με τον Κάμερον δημοσίευσαν μια μελέτη το 1976 που έδειχνε ότι η μέση διάρκεια ζωής 100 καρκινοπαθών που λάμβαναν 10 γρ. βιταμίνης C ήταν μεγαλύτερη κατά 300 μέρες σε σχέση με 1.000 άλλους ασθενείς που είχαν ακολουθήσει τη συμβατική θεραπεία.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και οι γιατροί της φημισμένης Mayo Clinic αποφάσισαν το 1978 να τεστάρουν τη βιταμίνη C δίνοντας 10 γρ. την ημέρα σε 60 καρκινοπαθείς και ένα εικονικό φάρμακο σε άλλους 63. Μετά από ένα χρόνο παρακολούθησης των ασθενών, το συμπέρασμα ήταν ότι η βιταμίνη C δεν είχε καμία επίδραση. Ο Πώλινγκ έκανε κριτική σ’ αυτή τη μελέτη λέγοντας ότι οι ασθενείς είχαν επιβαρυνθεί προηγουμένως με χημειοθεραπείες που είχαν καταστρέψει το ανοσοποιητικό τους σύστημα και η βιταμίνη C δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Μετά από αυτή την κριτική, η Mayo Clinic διεξήγαγε μια δεύτερη μελέτη χωρίς αυτή τη φορά να προηγηθεί χημειοθεραπεία αλλά την διέκοψε γρήγορα γιατί η βιταμίνη C θεωρήθηκε και πάλι άχρηστη. Ο Πώλινγκ ακόμα μια φορά έκανε κριτική λέγοντας η μελέτη ήταν μικρής διάρκειας και δεν μπορούσε να βγει συμπέρασμα.
Το 1989, ο Πώλινγκ επισκέφτηκε το Αμερικανικό NCI (National Cancer Institute) και άφησε στοιχεία για 25 περιπτώσεις καρκινοπαθών στους οποίους είχαν δοθεί μεγάλες δόσεις βιταμίνης C και παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση. Δύο χρόνια αργότερα έλαβε ένα γράμμα από μια επιτροπή που εξέτασε τα στοιχεία του αλλά είχε καταλήξει ότι δεν είχαν αξία. Το 1993, όταν ο Πώλινγκ έκανε θεραπεία για τον καρκίνο του προστάτη ανέφερε ότι έπαιρνε 18 γρ. την ημέρα και ότι η βιταμίνη C του είχε καθυστερήσει την έναρξη της ασθένειας κατά είκοσι χρόνια. Ένα χρόνο αργότερα, πέθανε σε ηλικία 93 ετών.
Το 1998, δημιουργήθηκε ένα αρνητικό κλίμα για τη βιταμίνη C. Βρετανοί ερευνητές ανέφεραν στο περιοδικό Nature ότι δόσεις άνω των 500 mg μπορούσαν να είναι επικίνδυνες προκαλώντας ζημιά στο DNA. Ένα χρόνο μετά, ο αιματολόγος-ογκολόγος Ντέιβιντ Γκόλντε (David Golde) που ασχολιόταν είκοσι χρόνια με τον τρόπο που τα καρκινικά κύτταρα χρησιμοποιούν τη βιταμίνη C, είπε ότι σε μεγάλες ποσότητες ενισχύει τον καρκίνο. Δύο χρόνια αργότερα, ο συνάδελφός του Μπάρρυ Κάσσιλεθ (Barrie Cassileth) δήλωσε ότι οι υψηλές δόσεις που προσφέρονται σε διάφορες κλινικές των ΗΠΑ δεν ήταν καλή ιδέα διότι τα καρκινικά κύτταρα τρέφονται με τη βιταμίνη C.
Ενδοφλεβίως
Τα πράγματα άλλαξαν το 2005, όταν ο Μαρκ Λεβάιν (Mark Levine), ένας διεθνώς αναγνωρισμένος ερευνητής, έδειξε στο εργαστήριο ότι η υψηλή συγκέντρωση της βιταμίνης C σκοτώνει διάφορα είδη καρκινικών κυττάρων αλλά όχι τα κανονικά κύτταρα. Η μελέτη έριξε φως στο μηχανισμό μέσω του οποίου η βιταμίνη C καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα. Λειτουργεί σαν φάρμακο παράγοντας ένα τοξικό παράγωγο του οξυγόνου, το υπεροξείδιο του υδρογόνου. Το γιατί πεθαίνουν μόνο τα καρκινικά κύτταρα και όχι τα φυσιολογικά παραμένει άγνωστο. Πάντως, για να έχει αυτή τη δράση η βιταμίνη C πρέπει να βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση στο αίμα κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε μέσω της διατροφής αλλά ούτε με συμπληρώματα. Αν κάποιος πάρει 120 mg βιταμίνη C από το στόμα, θα απορροφήσει το 90% αλλά καθώς η δόση αυξάνεται το ποσοστό της απορρόφησης μειώνεται. Από τη δόση των 1.500 mg η απορρόφηση είναι 50% και των 10 γρ. μόνο 15%. Αν όμως δοθούν τα 10 γρ. ενδοφλεβίως, η συγκέντρωσή της βιταμίνης αυξάνεται 25 φορές σε σχέση με τη στοματική χορήγηση.
Έτσι κάποιοι σκέφτηκαν ότι αυτό που ίσως έκανε τη διαφορά στις μελέτες των Κάμερον και Πώλινγκ μπορεί να ήταν ότι η βιταμίνη C είχε χορηγηθεί και ενδοφλεβίως ενώ στις μελέτες της Mayo Clinic είχε δοθεί μόνο από το στόμα. Το 2006, ο Λεβάιν δημοσίευσε στοιχεία για τρεις περιπτώσεις καρκινοπαθών σε προχωρημένο στάδιο στους οποίους χορηγήθηκε βιταμίνη C ενδοφλεβίως και είχαν μια απροσδόκητα μεγάλη διάρκεια ζωής. Από την άλλη μεριά ο ογκολόγος της Mayo Clinic Έντουαρντ Κρήγκαν (Edward Creagan) δεν φάνηκε να πείσθηκε από αυτές τις περιπτώσεις και δήλωσε ότι το θέμα της βιταμίνης C είναι πλέον «αρχαία ιστορία».
Πηγή: healthyliving.gr
Be the first to comment on "Βιταμίνη C και καρκίνος: Η διαμάχη"